ευνουχοειδής

ευνουχοειδής
εὐνουχοειδής, -ές και εὐνουχώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με ευνούχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος + -ειδής (πρβλ. δυσ-ειδής, ωο-ειδής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐνουχοειδέστατοι — εὐνουχοειδής like a eunuch masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”